↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιοπαθολογικός η βιοπαθολογική το βιοπαθολογικό
      γενική του βιοπαθολογικού της βιοπαθολογικής του βιοπαθολογικού
    αιτιατική τον βιοπαθολογικό τη βιοπαθολογική το βιοπαθολογικό
     κλητική βιοπαθολογικέ βιοπαθολογική βιοπαθολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιοπαθολογικοί οι βιοπαθολογικές τα βιοπαθολογικά
      γενική των βιοπαθολογικών των βιοπαθολογικών των βιοπαθολογικών
    αιτιατική τους βιοπαθολογικούς τις βιοπαθολογικές τα βιοπαθολογικά
     κλητική βιοπαθολογικοί βιοπαθολογικές βιοπαθολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βιοπαθολογικός < βιο- + παθολογικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biopathological)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βιοπαθολογικός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία