Ετυμολογία

επεξεργασία
βαμβακοπαραγωγός < βαμβακο- + -παραγωγός [1]
ΔΦΑ : /vaɱ.va.ko.pa.ɾa.ɣoˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαμβακοπαραγωγός

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η βαμβακοπαραγωγός το βαμβακοπαραγωγό
      γενική του/της βαμβακοπαραγωγού του βαμβακοπαραγωγού
    αιτιατική τον/τη βαμβακοπαραγωγό το βαμβακοπαραγωγό
     κλητική βαμβακοπαραγωγέ βαμβακοπαραγωγό
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαμβακοπαραγωγοί τα βαμβακοπαραγωγά
      γενική των βαμβακοπαραγωγών των βαμβακοπαραγωγών
    αιτιατική τους/τις βαμβακοπαραγωγούς τα βαμβακοπαραγωγά
     κλητική βαμβακοπαραγωγοί βαμβακοπαραγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

βαμβακοπαραγωγός, -ος, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία