βαμβακοπαραγωγών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaɱ.va.ko.pa.ɾa.ɣoˈɣon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαμ‐βα‐κο‐πα‐ρα‐γω‐γών
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαβαμβακοπαραγωγών αρσενικό ή θηλυκό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβαμβακοπαραγωγών
- γενική πληθυντικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του βαμβακοπαραγωγός