Δείτε επίσης: ἁψίκορος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αψίκορος η αψίκορη το αψίκορο
      γενική του αψίκορου της αψίκορης του αψίκορου
    αιτιατική τον αψίκορο την αψίκορη το αψίκορο
     κλητική αψίκορε αψίκορη αψίκορο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αψίκοροι οι αψίκορες τα αψίκορα
      γενική των αψίκορων των αψίκορων των αψίκορων
    αιτιατική τους αψίκορους τις αψίκορες τα αψίκορα
     κλητική αψίκοροι αψίκορες αψίκορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αψίκορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁψίκορος < ἅπτω + κόρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈpsi.ko.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ψί‐κο‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

αψίκορος, η, -ο

  1. οξύθυμος, ευέξαπτος
    ※  Ὅταν ἔρθει τὸ Πάσχα καὶ οἱ μεγάλες ἐθνικὲς ἑορτὲς οἱ ρομαντικῶς ἁψίκοροι Ἕλληνες «τὸ καῖνε». (Ν(ίκος) Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ποιητική συλλογή Τὸ βαθὺ πηγάδι ἢ ἐκρήξεις συναφῶν φωτοβολίδων, Ἀθήνα 1989)
  2. (λόγιο) που χορταίνει γρήγορα
  3. (μεταφορικά) αυτός που αλλάζει γρήγορα ορέξεις και επιθυμίες

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)