αφροστεφανωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφροστεφανωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αφροστεφανώνω
Μετοχή
επεξεργασίααφροστεφανωμένος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αφροστεφανωμένος
αφροστεφανωμένος, -η, -ο