αφροστεφανωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααφροστεφανωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αφροστεφανωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αφροστεφανωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αφροστεφανωμένος