αφετηριακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφετηριακός < αφετηρί(α) + -ακός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.fe.ti.ɾi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φε‐τη‐ρι‐α‐κός
Επίθετο
επεξεργασίααφετηριακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αφετηρία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ [...] ένα παλιό βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής κουλτούρας: τουλάχιστον από την καθιέρωση των Oλυμπιακών Aγώνων (γεγονός αφετηριακό), οι αρχαίοι Έλληνες είχαν έντονα τη συνείδηση ότι ανήκουν στην ίδια κοινότητα, πέρα και παρά τις ιδιαιτερότητές τους.
- Hodot, René (1942-) (2000). Aρχαίες ελληνικές διάλεκτοι και νεοελληνικές διάλεκτοι. @greek‑language.gr Στο Η ελληνική γλώσσα και οι διάλεκτοί της, επιμέλεια Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης et al., σελ. 29-34. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ & Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2000. Μετάφραση από τα γαλλικά: Ελένη Μπακαγιάννη.
- ≈ συνώνυμα: αρχικός
- ※ [...] ένα παλιό βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής κουλτούρας: τουλάχιστον από την καθιέρωση των Oλυμπιακών Aγώνων (γεγονός αφετηριακό), οι αρχαίοι Έλληνες είχαν έντονα τη συνείδηση ότι ανήκουν στην ίδια κοινότητα, πέρα και παρά τις ιδιαιτερότητές τους.
- πρωταρχικός
Συγγενικά
επεξεργασία- αφετηριακά (επίρρημα)
→ και δείτε τις λέξεις αφετηρία και αφήνω