↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αυτεξήγητο τα αυτεξήγητα
      γενική του αυτεξήγητου των αυτεξήγητων
    αιτιατική το αυτεξήγητο τα αυτεξήγητα
     κλητική αυτεξήγητο αυτεξήγητα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτεξήγητο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αυτεξήγητος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-explanatory)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτεξήγητο ουδέτερο

  • (λόγιο) αυτό που είναι δυνατόν να εξηγηθεί από μόνο του
    ※  Βάσει διεθνούς δικαίου η Ελλάδα μπορεί να έχει το δίκιο με το μέρος της, πολιτικά όμως τα πράγματα δυσκολεύουν. Το ερώτημα ποιος μπορεί να διεκδικεί θαλάσσιες περιοχές και περιοχές εξόρυξης είναι σύνθετο και οι θέσεις είναι εκ των πραγμάτων ασυμβίβαστες. Το δε πλέγμα συμφερόντων των χωρών που υποστηρίζουν την Ελλάδα είναι αυτεξήγητο: ο λόγος για τον αγωγό Eastmed που θα μεταφέρει φυσικό αέριο από την Αίγυπτο και το Ισραήλ στην Ευρώπη μέσω Ελλάδας και Κύπρου. Σε όλα αυτά η διψασμένη για αέριο Τουρκία αισθάνεται στο περιθώριο. Μαζί με τη Λιβύη άρχισε να επαναχαράσσει θαλάσσια σύνορα και οικονομικές ζώνες. (*)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία