↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτεξήγητος η αυτεξήγητη το αυτεξήγητο
      γενική του αυτεξήγητου της αυτεξήγητης του αυτεξήγητου
    αιτιατική τον αυτεξήγητο την αυτεξήγητη το αυτεξήγητο
     κλητική αυτεξήγητε αυτεξήγητη αυτεξήγητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτεξήγητοι οι αυτεξήγητες τα αυτεξήγητα
      γενική των αυτεξήγητων των αυτεξήγητων των αυτεξήγητων
    αιτιατική τους αυτεξήγητους τις αυτεξήγητες τα αυτεξήγητα
     κλητική αυτεξήγητοι αυτεξήγητες αυτεξήγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτεξήγητος < αυτο- + εξηγώ + -τός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-explanatory)

  Επίθετο

επεξεργασία

αυτεξήγητος

  1. (λόγιο) που είναι δυνατόν να εξηγηθεί από μόνος του
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αυτεξήγητο
    ※  Βάσει διεθνούς δικαίου η Ελλάδα μπορεί να έχει το δίκιο με το μέρος της, πολιτικά όμως τα πράγματα δυσκολεύουν. Το ερώτημα ποιος μπορεί να διεκδικεί θαλάσσιες περιοχές και περιοχές εξόρυξης είναι σύνθετο και οι θέσεις είναι εκ των πραγμάτων ασυμβίβαστες. Το δε πλέγμα συμφερόντων των χωρών που υποστηρίζουν την Ελλάδα είναι αυτεξήγητο: ο λόγος για τον αγωγό Eastmed που θα μεταφέρει φυσικό αέριο από την Αίγυπτο και το Ισραήλ στην Ευρώπη μέσω Ελλάδας και Κύπρου. Σε όλα αυτά η διψασμένη για αέριο Τουρκία αισθάνεται στο περιθώριο. Μαζί με τη Λιβύη άρχισε να επαναχαράσσει θαλάσσια σύνορα και οικονομικές ζώνες. (*)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία