επαναχαράσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεπαναχαράσσω (παθητική φωνή: επαναχαράσσομαι)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επαναχαράσσω | επαναχάρασσα | θα επαναχαράσσω | να επαναχαράσσω | επαναχαράσσοντας | |
β' ενικ. | επαναχαράσσεις | επαναχάρασσες | θα επαναχαράσσεις | να επαναχαράσσεις | επαναχάρασσε | |
γ' ενικ. | επαναχαράσσει | επαναχάρασσε | θα επαναχαράσσει | να επαναχαράσσει | ||
α' πληθ. | επαναχαράσσουμε | επαναχαράσσαμε | θα επαναχαράσσουμε | να επαναχαράσσουμε | ||
β' πληθ. | επαναχαράσσετε | επαναχαράσσατε | θα επαναχαράσσετε | να επαναχαράσσετε | επαναχαράσσετε | |
γ' πληθ. | επαναχαράσσουν(ε) | επαναχάρασσαν επαναχαράσσαν(ε) |
θα επαναχαράσσουν(ε) | να επαναχαράσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επαναχάραξα | θα επαναχαράξω | να επαναχαράξω | επαναχαράξει | ||
β' ενικ. | επαναχάραξες | θα επαναχαράξεις | να επαναχαράξεις | επαναχάραξε | ||
γ' ενικ. | επαναχάραξε | θα επαναχαράξει | να επαναχαράξει | |||
α' πληθ. | επαναχαράξαμε | θα επαναχαράξουμε | να επαναχαράξουμε | |||
β' πληθ. | επαναχαράξατε | θα επαναχαράξετε | να επαναχαράξετε | επαναχαράξτε | ||
γ' πληθ. | επαναχάραξαν επαναχαράξαν(ε) |
θα επαναχαράξουν(ε) | να επαναχαράξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επαναχαράξει | είχα επαναχαράξει | θα έχω επαναχαράξει | να έχω επαναχαράξει | ||
β' ενικ. | έχεις επαναχαράξει | είχες επαναχαράξει | θα έχεις επαναχαράξει | να έχεις επαναχαράξει | ||
γ' ενικ. | έχει επαναχαράξει | είχε επαναχαράξει | θα έχει επαναχαράξει | να έχει επαναχαράξει | ||
α' πληθ. | έχουμε επαναχαράξει | είχαμε επαναχαράξει | θα έχουμε επαναχαράξει | να έχουμε επαναχαράξει | ||
β' πληθ. | έχετε επαναχαράξει | είχατε επαναχαράξει | θα έχετε επαναχαράξει | να έχετε επαναχαράξει | ||
γ' πληθ. | έχουν επαναχαράξει | είχαν επαναχαράξει | θα έχουν επαναχαράξει | να έχουν επαναχαράξει |
|