Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασύδοτος η ασύδοτη το ασύδοτο
      γενική του ασύδοτου της ασύδοτης του ασύδοτου
    αιτιατική τον ασύδοτο την ασύδοτη το ασύδοτο
     κλητική ασύδοτε ασύδοτη ασύδοτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασύδοτοι οι ασύδοτες τα ασύδοτα
      γενική των ασύδοτων των ασύδοτων των ασύδοτων
    αιτιατική τους ασύδοτους τις ασύδοτες τα ασύδοτα
     κλητική ασύδοτοι ασύδοτες ασύδοτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασύδοτος < α- + συν + δοτός (<δίδωμι). Λέξη που πλάσθηκε από τον Αδαμάντιο Κοραή το 1805 (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ.Α, σελ. 170)

  Επίθετο επεξεργασία

ασύδοτος, -η, -ο

  1. (οικονομία) που είναι απαλλαγμένος φόρων
  2. (συνεκδοχικά) αυτός που εκφράζεται ή ενεργεί ανεξέλεγκτα
    η συμπεριφορά των ασύδοτων κερδοσκόπων
    Ἡ νεαρὰ γυνὴ ἐσώθη ἀπὸ τοὺς ὄνυχάς των. Καὶ ὅλον τὸν καιρὸν ὕστερον ἐξηκολούθησε νὰ κάμνη μάγια, μάγια ἐναντίον τῶν κλεφτῶν, καὶ νὰ φέρνη εἰς αὐτοὺς πολλὰ μπλιπ μπλιπ μπλιπ, ὥστε πουθενὰ πλέον δὲν ὑπῆρχε πλιάτσικο - ἐωσότου, ἔδωκεν ὁ Θεὸς καὶ ἡσύχασαν τὰ πράγματα, καὶ ὁ Σουλτάνος Μαχμοὺτ ἐχάρισε, καθὼς λέγουν, τὰ «Διαβολονήσια» εἰς τὴν Ἑλλάδα, κ' ἔκτοτε ἔπαυσαν νὰ εἶναι ἀσύδοτα. Τὴν πλιατσικολογίαν διεδέχθη ἡ φορολογία, καὶ ἔκτοτε ὅλος ὁ περιούσιος λαὸς ἐξακολουθεῖ νὰ δουλεύη διὰ τὴν μεγάλην κεντρικὴν γαστέρα, τὴν «ὦτα οὐκ ἔχουσαν». (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Α)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία