ασυνδεσμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασυνδεσμικός < α- (στερητικό) + συνδεσμικός < προτεινόμενο αγγλική connectionless από τον ΕΛΟΤ
Επίθετο
επεξεργασίαασυνδεσμικός, -ή, -ό
- (δίκτυο υπολογιστών, σπάνιο) συνώνυμο του ασυνδεσιμικός
- ⮡ ασυνδεσμικός τρόπος μηνυματοδοσίας (connectionless messaging mode), ασυνδεσιμικός κομιστής (connectionless bearer)[1]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Βλ. Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ) του ΟΤΕ, Ελληνοαγγλικό λεξιλόγιο τηλεπικοινωνιακών όρων, επιμέλεια: Κώστας Βαλεοντής και Άννα Νικολάκη, (Αθήνα: ΟΤΕ-ΕΛΟΤ, Ιούλιος 102001), σσ. 130-131.
ΣτΕ: Ενδέχεται ο τύπος ασυνδεσμικός να συνιστά τυπογραφική αβλεψία, αφού πρόκειται για μόλις δυο καταχωρίσεις (σ. 131), ενώ υπάρχουν πάνω από 20 με τη μορφή ασυνδεσιμικός στην προηγούμενη σελίδα.