↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυνδεσμικός η ασυνδεσμική το ασυνδεσμικό
      γενική του ασυνδεσμικού της ασυνδεσμικής του ασυνδεσμικού
    αιτιατική τον ασυνδεσμικό την ασυνδεσμική το ασυνδεσμικό
     κλητική ασυνδεσμικέ ασυνδεσμική ασυνδεσμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυνδεσμικοί οι ασυνδεσμικές τα ασυνδεσμικά
      γενική των ασυνδεσμικών των ασυνδεσμικών των ασυνδεσμικών
    αιτιατική τους ασυνδεσμικούς τις ασυνδεσμικές τα ασυνδεσμικά
     κλητική ασυνδεσμικοί ασυνδεσμικές ασυνδεσμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασυνδεσμικός < α- (στερητικό) + συνδεσμικός < προτεινόμενο αγγλική connectionless από τον ΕΛΟΤ

  Επίθετο

επεξεργασία

ασυνδεσμικός, -ή, -ό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Βλ. Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ) του ΟΤΕ, Ελληνοαγγλικό λεξιλόγιο τηλεπικοινωνιακών όρων, επιμέλεια: Κώστας Βαλεοντής και Άννα Νικολάκη, (Αθήνα: ΟΤΕ-ΕΛΟΤ, Ιούλιος 102001), σσ. 130-131.
    ΣτΕ: Ενδέχεται ο τύπος ασυνδεσμικός να συνιστά τυπογραφική αβλεψία, αφού πρόκειται για μόλις δυο καταχωρίσεις (σ. 131), ενώ υπάρχουν πάνω από 20 με τη μορφή ασυνδεσιμικός στην προηγούμενη σελίδα.