ασυνδεσιμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασυνδεσιμικός < α- + συνδεσιμικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική connectionless
Επίθετο
επεξεργασίαασυνδεσιμικός
- (δίκτυο υπολογιστών) connectionless: χωρίς την εγκαθίδρυση σταθερής σύνδεσης, με αποστολή και λήψη δεδομενογραμμάτων (datagrams) αυθαίρετα, χωρίς επιβεβαίωση αν παραλήφθηκαν, συνήθως με λιγότερη αξιοπιστία από μια σταθερή σύνδεση, αλλά με περισσότερη απλότητα και ταχύτητα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασυνδεσιμικός