αστροφυσικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αστροφυσικός < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αστροφυσικός, -ή, -ό
- σχετικός με την αστροφυσική
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αστροφυσικός αρσενικό ή θηλυκό
- επιστήμονας ειδικευμένος στην αστροφυσική
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αστροφυσικός