Ετυμολογία

επεξεργασία
αστροφυσικός < αστροφυσ(ική) + -ικός[1]

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστροφυσικός η αστροφυσική το αστροφυσικό
      γενική του αστροφυσικού της αστροφυσικής του αστροφυσικού
    αιτιατική τον αστροφυσικό την αστροφυσική το αστροφυσικό
     κλητική αστροφυσικέ αστροφυσική αστροφυσικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστροφυσικοί οι αστροφυσικές τα αστροφυσικά
      γενική των αστροφυσικών των αστροφυσικών των αστροφυσικών
    αιτιατική τους αστροφυσικούς τις αστροφυσικές τα αστροφυσικά
     κλητική αστροφυσικοί αστροφυσικές αστροφυσικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αστροφυσικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αστροφυσικός οι αστροφυσικοί
      γενική του/της αστροφυσικού των αστροφυσικών
    αιτιατική τον/την αστροφυσικό τους/τις αστροφυσικούς
     κλητική αστροφυσικέ αστροφυσικοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αστροφυσικός αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία