κοσμολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασία- κοσμολόγος < κοσμο- + -λόγος, λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cosmologiste ή αγγλική cosmologist[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοσμολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (αστρονομία, φυσική) αστροφυσικός που μελετά την εξέλιξη του σύμπαντος, ειδικός στην κοσμολογία
- ⮡ ο κοσμολόγος Sean Carroll διδάσκει στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοσμολόγος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κοσμολογ- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας