Δείτε επίσης: ἀστεϊζόμενος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστεϊζόμενος η αστεϊζόμενη
αστεϊζομένη
το αστεϊζόμενο
      γενική του αστεϊζόμενου
αστεϊζομένου
της αστεϊζόμενης
αστεϊζομένης
του αστεϊζόμενου
αστεϊζομένου
    αιτιατική τον αστεϊζόμενο την αστεϊζόμενη
αστεϊζομένη
το αστεϊζόμενο
     κλητική αστεϊζόμενε αστεϊζόμενη
αστεϊζομένη
αστεϊζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστεϊζόμενοι οι αστεϊζόμενες τα αστεϊζόμενα
      γενική των αστεϊζόμενων
αστεϊζομένων
των αστεϊζόμενων
αστεϊζομένων
των αστεϊζόμενων
αστεϊζομένων
    αιτιατική τους αστεϊζόμενους
αστεϊζομένους
τις αστεϊζόμενες τα αστεϊζόμενα
     κλητική αστεϊζόμενοι αστεϊζόμενες αστεϊζόμενα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση.
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «περιλαμβανόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αστεϊζόμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀστεϊζόμενος (ρήμα ἀστεΐζομαι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ste.iˈzo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐στε‐ϊ‐ζό‐με‐νος

αστεϊζόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία