αστεϊζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αστεϊζόμενος | η | αστεϊζόμενη & αστεϊζομένη |
το | αστεϊζόμενο |
γενική | του | αστεϊζόμενου & αστεϊζομένου |
της | αστεϊζόμενης & αστεϊζομένης |
του | αστεϊζόμενου & αστεϊζομένου |
αιτιατική | τον | αστεϊζόμενο | την | αστεϊζόμενη & αστεϊζομένη |
το | αστεϊζόμενο |
κλητική | αστεϊζόμενε | αστεϊζόμενη & αστεϊζομένη |
αστεϊζόμενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αστεϊζόμενοι | οι | αστεϊζόμενες | τα | αστεϊζόμενα |
γενική | των | αστεϊζόμενων & αστεϊζομένων |
των | αστεϊζόμενων & αστεϊζομένων |
των | αστεϊζόμενων & αστεϊζομένων |
αιτιατική | τους | αστεϊζόμενους & αστεϊζομένους |
τις | αστεϊζόμενες | τα | αστεϊζόμενα |
κλητική | αστεϊζόμενοι | αστεϊζόμενες | αστεϊζόμενα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση. | ||||||
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «περιλαμβανόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αστεϊζόμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀστεϊζόμενος (ρήμα ἀστεΐζομαι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ste.iˈzo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στε‐ϊ‐ζό‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίααστεϊζόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- (λόγιο) μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος αστεΐζομαι: αστειευόμενος
- → χρειάζεται παράθεμα με χρήση στα νέα ελληνικά
- ※ [καθαρεύουσα] καθ’ ὅν χρόνον ἀγορεύομεν ἐν τῇ Βουλῇ διὰ τῶν γρόνθων καὶ τῶν ποδῶν, σκεπτόμεθα διὰ τῆς κοιλίας, καὶ τρέχομεν εἰς τὴν πρόοδον ἕρποντες, τὰ δὲ ἀστυνομικὰ ὄργανα, ἀστεϊζόμενα, ζητοῦσι νὰ διαχωρίσωσι τὰ ὅρια τῆς τιμῆς καὶ τῆς ἀτιμίας, νὴ τὰ κάρδαμα, δὲν βλέπω διατὶ νὰ μὴ ἐρευνήσω κἀγὼ τὸν οὐρανὸν ἐπὶ τοῦ γηΐνου ἐδάφους, στρέφων τὰ νῶτα ὅπου ὤφειλον νὰ στρέψω τὰ ὄμματα. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αστεϊζόμενος
→ δείτε τη λέξη αστειευόμενος |
Πηγές
επεξεργασία- αστεΐζομαι, αστεϊζόμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας