Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασπρομάλλης η ασπρομάλλα
ασπρομαλλού
ασπρομαλλούσα
το ασπρομάλλικο
      γενική του ασπρομάλλη της ασπρομάλλας
ασπρομαλλούς
ασπρομαλλούσας
του ασπρομάλλικου
    αιτιατική τον ασπρομάλλη την ασπρομάλλα
ασπρομαλλού
ασπρομαλλούσα
το ασπρομάλλικο
     κλητική ασπρομάλλη ασπρομάλλα
ασπρομαλλού
ασπρομαλλούσα
ασπρομάλλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασπρομάλληδες οι ασπρομάλλες
ασπρομαλλούδες
ασπρομαλλούσες
τα ασπρομάλλικα
      γενική των ασπρομάλληδων των
ασπρομαλλούδων
των ασπρομάλλικων
    αιτιατική τους ασπρομάλληδες τις ασπρομάλλες
ασπρομαλλούδες
ασπρομαλλούσες
τα ασπρομάλλικα
     κλητική ασπρομάλληδες ασπρομάλλες
ασπρομαλλούδες
ασπρομαλλούσες
ασπρομάλλικα
Το θηλυκό, σε , -ού και -ούσα.
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Συγκρίνετε με το ασπρόμαλλος, ασπρόμαλλη, ασπρόμαλλο.
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «ξανθομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασπρομάλλης < ασπρο- + -μάλλης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.spɾoˈma.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σπρο‐μάλ‐λης

  Επίθετο επεξεργασία

ασπρομάλλης, -α/ού/ούσα, -ικο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις άσπρος και μαλλί

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία