ασκότιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασκότιστος < μεσαιωνική ελληνική ασκότιστος
Επίθετο επεξεργασία
ασκότιστος, -η, -ο
- που δε σκεπάστηκε από σκοτάδι
- (μεταφορικά) που δεν έχει ζαλάδες ή σκοτούρες
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασκότιστος
|