αποφυλακιζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.fi.la.ciˈzo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐φυ‐λα‐κι‐ζό‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίααποφυλακιζόμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αποφυλακίζω: που αποφυλακίζεται
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αποφυλακίζω, φυλακίζω, φυλακή και φυλάττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποφυλακιζόμενος
|