αποφυλακιζόμενων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
αποφυλακιζόμενων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αποφυλακιζόμενος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αποφυλακιζόμενος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αποφυλακιζόμενος