απορριψιμιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.po.ɾi.psiˈmɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πορ‐ρι‐ψι‐μιός
Επίθετο επεξεργασία
απορριψιμιός, -ό, -ό (δημοτική)
- που έχει πεταχτεί, απορριφθεί ως άχρηστο
- → δείτε πεταμένος
- (μεταφορικά) περιφρονημένος
- → δείτε και τη λέξη απορριψιμιό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις απορρίχνω και ρίχνω
Παροιμίες επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απορριψιμιός
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .