Δείτε επίσης: απορρίψιμος, ἀπορρίψιμος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απορριψιμιός η απορριψιμιά το απορριψιμιό
      γενική του απορριψιμιού της απορριψιμιάς του απορριψιμιού
    αιτιατική τον απορριψιμιό την απορριψιμιά το απορριψιμιό
     κλητική απορριψιμιέ απορριψιμιά απορριψιμιό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απορριψιμιοί οι απορριψιμιές τα απορριψιμιά
      γενική των απορριψιμιών των απορριψιμιών των απορριψιμιών
    αιτιατική τους απορριψιμιούς τις απορριψιμιές τα απορριψιμιά
     κλητική απορριψιμιοί απορριψιμιές απορριψιμιά
Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απορριψιμιός < (απορρίπτω) απορριψ- + -ιμιός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.ɾi.psiˈmɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πορ‐ρι‐ψι‐μιός

  Επίθετο

επεξεργασία

απορριψιμιός, -ό, -ό (δημοτική)

  1. που έχει πεταχτεί, απορριφθεί ως άχρηστο
    → δείτε πεταμένος
  2. (μεταφορικά) περιφρονημένος
  3. → δείτε και τη λέξη  απορριψιμιό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις απορρίχνω και ρίχνω

Παροιμίες

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία