↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απορριξιμιός η απορριξιμιά το απορριξιμιό
      γενική του απορριξιμιού της απορριξιμιάς του απορριξιμιού
    αιτιατική τον απορριξιμιό την απορριξιμιά το απορριξιμιό
     κλητική απορριξιμιέ απορριξιμιά απορριξιμιό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απορριξιμιοί οι απορριξιμιές τα απορριξιμιά
      γενική των απορριξιμιών των απορριξιμιών των απορριξιμιών
    αιτιατική τους απορριξιμιούς τις απορριξιμιές τα απορριξιμιά
     κλητική απορριξιμιοί απορριξιμιές απορριξιμιά
Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απορριξιμιός < (απορρίχνω) απορριξ- + ιμιός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.ɾi.ksiˈmɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πορ‐ρι‐ξι‐μιός

  Επίθετο

επεξεργασία

απορριξιμιός, -ά, -ό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία