Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απινίδωση οι απινιδώσεις
      γενική της απινίδωσης* των απινιδώσεων
    αιτιατική την απινίδωση τις απινιδώσεις
     κλητική απινίδωση απινιδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απινιδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απινίδωση < απο- + ινίδωση < ίνα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική defibrillation)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απινίδωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία