απινιδισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απινιδισμός < απο- + ινιδισμός < ίνα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική defibrillation)
Ουσιαστικό επεξεργασία
απινιδισμός θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
απινιδισμός
|
απινιδισμός θηλυκό
|