αξεχώριστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αξεχώριστος
- που δεν μπορεί να ξεχωριστεί
Συγγενικά επεξεργασία
- αξεχώριστα
- → δείτε τις λέξεις ξεχωρίζω, χωρίζω και χωρίς
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αξεχώριστος
|