Ετυμολογία

επεξεργασία
detachable < detach + -able

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dətætʃəbl̩/ & /diːtætʃəbl̩/ (βρετανικό)

  Επίθετο

επεξεργασία

detachable (en)

  1. αφαιρούμενος
  2. αποσπάσιμος[1], αποσπώμενος

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. από αναζήτηση «bursty» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.