Δείτε επίσης: ἀνότιστος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανότιστος η ανότιστη το ανότιστο
      γενική του ανότιστου της ανότιστης του ανότιστου
    αιτιατική τον ανότιστο την ανότιστη το ανότιστο
     κλητική ανότιστε ανότιστη ανότιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανότιστοι οι ανότιστες τα ανότιστα
      γενική των ανότιστων των ανότιστων των ανότιστων
    αιτιατική τους ανότιστους τις ανότιστες τα ανότιστα
     κλητική ανότιστοι ανότιστες ανότιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανότιστος < ελληνιστική κοινή ἀνότιστος < αρχαία ελληνική νοτίζω < νότος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)neh₂- (πλέω, κολυμπώ)

  Επίθετο

επεξεργασία

ανότιστος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία