νοτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοτίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νοτίζω[1] < νότος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)neh₂- (πλέω, κολυμπώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /noˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐τί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίανοτίζω, αόρ.: νότισα, μτχ.π.π.: νοτισμένος
- (αμετάβατο) υγραίνομαι ελαφρά, απορροφώ υγρασία
- ※ Όταν το χαρτί νοτίσει αρκετά, έγραψε ο Meynell, σπόρια μυκήτων αρχίζουν να βλαστάνουν και να αναπτύσσονται, σχηματίζοντας μια νηματοειδή μορφή, που ονομάζεται μυκήλιο.
- "Βιβλιοθήκη" της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 3 Μαΐου 2002
- ※ Όταν το χαρτί νοτίσει αρκετά, έγραψε ο Meynell, σπόρια μυκήτων αρχίζουν να βλαστάνουν και να αναπτύσσονται, σχηματίζοντας μια νηματοειδή μορφή, που ονομάζεται μυκήλιο.
- (μεταβατικό) υγραίνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νοτίζω | νότιζα | θα νοτίζω | να νοτίζω | νοτίζοντας | |
β' ενικ. | νοτίζεις | νότιζες | θα νοτίζεις | να νοτίζεις | νότιζε | |
γ' ενικ. | νοτίζει | νότιζε | θα νοτίζει | να νοτίζει | ||
α' πληθ. | νοτίζουμε | νοτίζαμε | θα νοτίζουμε | να νοτίζουμε | ||
β' πληθ. | νοτίζετε | νοτίζατε | θα νοτίζετε | να νοτίζετε | νοτίζετε | |
γ' πληθ. | νοτίζουν(ε) | νότιζαν νοτίζαν(ε) |
θα νοτίζουν(ε) | να νοτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νότισα | θα νοτίσω | να νοτίσω | νοτίσει | ||
β' ενικ. | νότισες | θα νοτίσεις | να νοτίσεις | νότισε | ||
γ' ενικ. | νότισε | θα νοτίσει | να νοτίσει | |||
α' πληθ. | νοτίσαμε | θα νοτίσουμε | να νοτίσουμε | |||
β' πληθ. | νοτίσατε | θα νοτίσετε | να νοτίσετε | νοτίστε | ||
γ' πληθ. | νότισαν νοτίσαν(ε) |
θα νοτίσουν(ε) | να νοτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νοτίσει | είχα νοτίσει | θα έχω νοτίσει | να έχω νοτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις νοτίσει | είχες νοτίσει | θα έχεις νοτίσει | να έχεις νοτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει νοτίσει | είχε νοτίσει | θα έχει νοτίσει | να έχει νοτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε νοτίσει | είχαμε νοτίσει | θα έχουμε νοτίσει | να έχουμε νοτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε νοτίσει | είχατε νοτίσει | θα έχετε νοτίσει | να έχετε νοτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν νοτίσει | είχαν νοτίσει | θα έχουν νοτίσει | να έχουν νοτίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία νοτίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ νοτίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- νοτίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νοτίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.