Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νοτισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νοτισμέν
ος
η
νοτισμέν
η
το
νοτισμέν
ο
γενική
του
νοτισμέν
ου
της
νοτισμέν
ης
του
νοτισμέν
ου
αιτιατική
τον
νοτισμέν
ο
τη
νοτισμέν
η
το
νοτισμέν
ο
κλητική
νοτισμέν
ε
νοτισμέν
η
νοτισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νοτισμέν
οι
οι
νοτισμέν
ες
τα
νοτισμέν
α
γενική
των
νοτισμέν
ων
των
νοτισμέν
ων
των
νοτισμέν
ων
αιτιατική
τους
νοτισμέν
ους
τις
νοτισμέν
ες
τα
νοτισμέν
α
κλητική
νοτισμέν
οι
νοτισμέν
ες
νοτισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
νοτισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
νοτίζω
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανότιστος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
νοτίζω
και
νότος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νοτισμένος
αγγλικά
:
damp
(en)
γαλλικά
:
humidifié
(fr)