Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νότισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
νότισμα
τα
νοτίσμα
τ
α
γενική
του
νοτίσμα
τ
ος
των
νοτισμά
τ
ων
αιτιατική
το
νότισμα
τα
νοτίσμα
τ
α
κλητική
νότισμα
νοτίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νότισμα
<
νοτίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νότισμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
το
αποτέλεσμα
του
νοτίζω
Συγγενικά
επεξεργασία
ύγρανση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νότισμα
→
δείτε
τη λέξη
ύγρανση