αντιμπολσεβικικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιμπολσεβικικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική antibolshevik + -ικός < ρωσική большевик (bolʹševík) < больше (bólʹše) + -еви́к (-evík)
Επίθετο επεξεργασία
αντιμπολσεβικικός, -ή, -ό
- (πολιτική, ιστορία) που είναι αντίθετος με τους μπολσεβίκους, την πολιτική τους θεωρία και πρακτικοί ή είναι ενάντιος σ’ αυτά
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- αντιμπολσεβικικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αντιμπολσεβικικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιμπολσεβικικός