↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιμπολσεβικικός η αντιμπολσεβικική το αντιμπολσεβικικό
      γενική του αντιμπολσεβικικού της αντιμπολσεβικικής του αντιμπολσεβικικού
    αιτιατική τον αντιμπολσεβικικό την αντιμπολσεβικική το αντιμπολσεβικικό
     κλητική αντιμπολσεβικικέ αντιμπολσεβικική αντιμπολσεβικικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιμπολσεβικικοί οι αντιμπολσεβικικές τα αντιμπολσεβικικά
      γενική των αντιμπολσεβικικών των αντιμπολσεβικικών των αντιμπολσεβικικών
    αιτιατική τους αντιμπολσεβικικούς τις αντιμπολσεβικικές τα αντιμπολσεβικικά
     κλητική αντιμπολσεβικικοί αντιμπολσεβικικές αντιμπολσεβικικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιμπολσεβικικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική antibolshevik + -ικός < ρωσική большевик (bolʹševík) < больше (bólʹše) + -еви́к (-evík)

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιμπολσεβικικός, -ή, -ό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία