Ετυμολογία

επεξεργασία
большевик < больше (bólʹše) + -еви́к (-evík)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bəlʲʂɨˈvʲik/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

большевик (ru) αρσενικό