↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικαπνιστικός η αντικαπνιστική το αντικαπνιστικό
      γενική του αντικαπνιστικού της αντικαπνιστικής του αντικαπνιστικού
    αιτιατική τον αντικαπνιστικό την αντικαπνιστική το αντικαπνιστικό
     κλητική αντικαπνιστικέ αντικαπνιστική αντικαπνιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικαπνιστικοί οι αντικαπνιστικές τα αντικαπνιστικά
      γενική των αντικαπνιστικών των αντικαπνιστικών των αντικαπνιστικών
    αιτιατική τους αντικαπνιστικούς τις αντικαπνιστικές τα αντικαπνιστικά
     κλητική αντικαπνιστικοί αντικαπνιστικές αντικαπνιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντικαπνιστικός < αντι- + καπνίζω + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antismoking)

  Επίθετο

επεξεργασία

αντικαπνιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία