αντικαπνιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντικαπνιστικός < αντι- + καπνίζω + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antismoking)
Επίθετο
επεξεργασίααντικαπνιστικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που δεν έχει σχέση με το κάπνισμα, είναι αντίθετος με τη συνήθεια αυτή ή συμβάλλει στη διακοπή ή τον περιορισμό της
Συγγενικά
επεξεργασία- αντικαπνιστής
- αντικαπνίστρια
- → δείτε τις λέξεις αντί και καπνός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντικαπνιστικός