αντικαπνίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντικαπνίστρια < αντικαπνιστής + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντικαπνίστρια θηλυκό
- (νεολογισμός) θηλυκό του αντικαπνιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντικαπνίστρια
|
αντικαπνίστρια θηλυκό
|