↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιβακτηριακός η αντιβακτηριακή το αντιβακτηριακό
      γενική του αντιβακτηριακού της αντιβακτηριακής του αντιβακτηριακού
    αιτιατική τον αντιβακτηριακό την αντιβακτηριακή το αντιβακτηριακό
     κλητική αντιβακτηριακέ αντιβακτηριακή αντιβακτηριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιβακτηριακοί οι αντιβακτηριακές τα αντιβακτηριακά
      γενική των αντιβακτηριακών των αντιβακτηριακών των αντιβακτηριακών
    αιτιατική τους αντιβακτηριακούς τις αντιβακτηριακές τα αντιβακτηριακά
     κλητική αντιβακτηριακοί αντιβακτηριακές αντιβακτηριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιβακτηριακός < αντι- + βακτηριακός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antibactérien[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική antibacterial[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιβακτηριακός

  1. (φαρμακευτική, ιατρική) που καταπολεμάει τα βακτήρια ή συμβάλλει στη μείωση και εξάλειψή τους
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (φαρμακευτική, ιατρική) αντιβακτηριακό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 αντιβακτηριακόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)