Δείτε επίσης: αμικροβιακός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιμικροβιακός η αντιμικροβιακή το αντιμικροβιακό
      γενική του αντιμικροβιακού της αντιμικροβιακής του αντιμικροβιακού
    αιτιατική τον αντιμικροβιακό την αντιμικροβιακή το αντιμικροβιακό
     κλητική αντιμικροβιακέ αντιμικροβιακή αντιμικροβιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιμικροβιακοί οι αντιμικροβιακές τα αντιμικροβιακά
      γενική των αντιμικροβιακών των αντιμικροβιακών των αντιμικροβιακών
    αιτιατική τους αντιμικροβιακούς τις αντιμικροβιακές τα αντιμικροβιακά
     κλητική αντιμικροβιακοί αντιμικροβιακές αντιμικροβιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιμικροβιακός < αντί + μικροβιακός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antimicrobien)

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιμικροβιακός, -ή, -ό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία