αντεργατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντεργατικός < αντι- + εργατικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antilabor)
Επίθετο επεξεργασία
αντεργατικός, -ή, -ό
- που είναι αντίθετος με τους εργάτες, που αντίκειται στα συμφέροντά τους
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αντεργατικά
- → δείτε τις λέξεις αντί, εργατικός, εργάζομαι και έργο