Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντεργατικός η αντεργατική το αντεργατικό
      γενική του αντεργατικού της αντεργατικής του αντεργατικού
    αιτιατική τον αντεργατικό την αντεργατική το αντεργατικό
     κλητική αντεργατικέ αντεργατική αντεργατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντεργατικοί οι αντεργατικές τα αντεργατικά
      γενική των αντεργατικών των αντεργατικών των αντεργατικών
    αιτιατική τους αντεργατικούς τις αντεργατικές τα αντεργατικά
     κλητική αντεργατικοί αντεργατικές αντεργατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντεργατικός < αντι- + εργατικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antilabor)

  Επίθετο επεξεργασία

αντεργατικός, -ή, -ό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία