φιλεργατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλεργατικός < φιλ- + εργατικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική prolabour[1])
Επίθετο
επεξεργασίαφιλεργατικός
- που είναι ευνοϊκός προς τους εργάτες αλλά και ευρύτερα, φιλικός προς εργαζόμενους με σχετικά χαμηλό εισόδημα, οι οποίοι δεν είναι εργάτες βιομηχανικοί, αλλά απασχολούνται ως υπάλληλοι σε επιχείρηση άλλου χωρίς πάντως να είναι ανώτερα στελέχη
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φιλεργατικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φιλεργατικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας