↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλεργατικός η φιλεργατική το φιλεργατικό
      γενική του φιλεργατικού της φιλεργατικής του φιλεργατικού
    αιτιατική τον φιλεργατικό τη φιλεργατική το φιλεργατικό
     κλητική φιλεργατικέ φιλεργατική φιλεργατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλεργατικοί οι φιλεργατικές τα φιλεργατικά
      γενική των φιλεργατικών των φιλεργατικών των φιλεργατικών
    αιτιατική τους φιλεργατικούς τις φιλεργατικές τα φιλεργατικά
     κλητική φιλεργατικοί φιλεργατικές φιλεργατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλεργατικός < φιλ- + εργατικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική prolabour[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

φιλεργατικός

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία