Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλουστράριστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλουστράριστ
ος
η
αλουστράριστ
η
το
αλουστράριστ
ο
γενική
του
αλουστράριστ
ου
της
αλουστράριστ
ης
του
αλουστράριστ
ου
αιτιατική
τον
αλουστράριστ
ο
την
αλουστράριστ
η
το
αλουστράριστ
ο
κλητική
αλουστράριστ
ε
αλουστράριστ
η
αλουστράριστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλουστράριστ
οι
οι
αλουστράριστ
ες
τα
αλουστράριστ
α
γενική
των
αλουστράριστ
ων
των
αλουστράριστ
ων
των
αλουστράριστ
ων
αιτιατική
τους
αλουστράριστ
ους
τις
αλουστράριστ
ες
τα
αλουστράριστ
α
κλητική
αλουστράριστ
οι
αλουστράριστ
ες
αλουστράριστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλουστράριστος
<
α-
+
λουστράρω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αλουστράριστος
που δεν έχει
λουστραριστεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
αβερνίκωτος
αγυάλιστος
αστίλβωτος
Αντώνυμα
επεξεργασία
βερνικωμένος
γυαλισμένος
λουστραρισμένος
στιλβωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλουστράριστος
αγγλικά
:
unpolished
(en)
,
unburnished
(en)