αλουστράριστων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααλουστράριστων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αλουστράριστος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αλουστράριστος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλουστράριστος