Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλοιφώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλοιφώδ
ης
η
αλοιφώδ
ης
το
αλοιφώδ
ες
γενική
του
αλοιφώδ
ους
της
αλοιφώδ
ους
του
αλοιφώδ
ους
αιτιατική
τον
αλοιφώδ
η
την
αλοιφώδ
η
το
αλοιφώδ
ες
κλητική
αλοιφώδ
η
(
ς
)
αλοιφώδ
ης
αλοιφώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλοιφώδ
εις
οι
αλοιφώδ
εις
τα
αλοιφώδ
η
γενική
των
αλοιφωδ
ών
των
αλοιφωδ
ών
των
αλοιφωδ
ών
αιτιατική
τους
αλοιφώδ
εις
τις
αλοιφώδ
εις
τα
αλοιφώδ
η
κλητική
αλοιφώδ
εις
αλοιφώδ
εις
αλοιφώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλοιφώδης
<
αλοιφή
+
-ώδης
Επίθετο
επεξεργασία
αλοιφώδης, -ης, -ες
που (στην
υφή
/
σύσταση
) μοιάζει με
αλοιφή
※
Από αυτά, «
Έλαια
» νοούνται τα
προϊόντα
, των οποίων η
σύσταση
είναι
ελαιώδης
στη θερμοκρασία των 200C, «
Λίπη
» δε νοούνται τα προϊόντα, των οποίων η
σύσταση
στη
θερμοκρασία
των 200C, είναι
αλοιφώδης
ή στερεά,
ομοιογενής
σε όλη τη
μάζα
.
(
*
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλοιφώδης