αλληλοτομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλληλοτομία θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) το αποτέλεσμα που δημιουργείται όταν δύο ή περισσότερες κατασκευές τέμνουν η μία την άλλη
- ※ σταυροθόλιο: είδος θόλου που δημιουργείται από την αλληλοτομία δύο κυλινδρικών θόλων. Το σταυροθόλιο μπορεί να καλύπτει χώρους τετράγωνους ή ορθογώνιους σε κάτοψη. (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλληλοτομία
|