αλληλοτομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλληλοτομή < αλληλο- + -τομή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intersection)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλληλοτομή θηλυκό
- (γεωμετρία) το σημείο ή το σύνολο σημείων που είναι κοινά σε δύο ή περισσότερα γεωμετρικά σχήματα καθώς και το σχηματιζόμενο γεωμετρικό σχήμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλληλοτομή