σταυροθόλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταυροθόλιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σταυροθόλιο ουδέτερο
- είδος τετραμερούς θόλου που προκύπτει από την τομή δύο κυλινδρικών θόλων
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταυροθόλιο