σταυροθόλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταυροθόλιο < μεσαιωνική ελληνική σταυρόθολος[1] + -ιο < αρχαία ελληνική σταυρός + θόλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταυροθόλιο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) είδος τετραμερούς θόλου που προκύπτει από την τομή δύο κυλινδρικών θόλων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- σταυροθόλωτος
- → δείτε τις λέξεις σταυρός και θόλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταυροθόλιο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σταυρόθολος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Πηγές
επεξεργασία- σταυροθόλιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σταυροθόλιο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)