σταυροθόλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σταυροθόλι | τα | σταυροθόλια |
γενική | του | σταυροθολιού | των | σταυροθολιών |
αιτιατική | το | σταυροθόλι | τα | σταυροθόλια |
κλητική | σταυροθόλι | σταυροθόλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σταυροθόλι < μεσαιωνική ελληνική σταυρόθολος[1] + -ιο < αρχαία ελληνική σταυρός + θόλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταυροθόλι ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σταυροθόλιο, σταυρός και θόλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταυροθόλι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σταυρόθολος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Πηγές
επεξεργασία- σταυροθόλι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)