↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακοπάνιστος η ακοπάνιστη το ακοπάνιστο
      γενική του ακοπάνιστου της ακοπάνιστης του ακοπάνιστου
    αιτιατική τον ακοπάνιστο την ακοπάνιστη το ακοπάνιστο
     κλητική ακοπάνιστε ακοπάνιστη ακοπάνιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακοπάνιστοι οι ακοπάνιστες τα ακοπάνιστα
      γενική των ακοπάνιστων των ακοπάνιστων των ακοπάνιστων
    αιτιατική τους ακοπάνιστους τις ακοπάνιστες τα ακοπάνιστα
     κλητική ακοπάνιστοι ακοπάνιστες ακοπάνιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακοπάνιστος < (στερητικό) α- + (κοπανίζω) κοπανισ- + -τος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.koˈpa.ni.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κο‐πά‐νι‐στος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακοπάνιστος, -η, -ο

  1. που δεν το έχουν κοπανίσει, ώστε να κατακερματιστεί ή να τριφτεί
     αντώνυμα: κοπανιστός, κοπανισμένος, κονιορτοποιημένος, τριμμένος
  2. (σπάνιο) που δεν τον βάρεσαν με τον κόπανο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία