ακοπάνιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.koˈpa.ni.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κο‐πά‐νι‐στος
Επίθετο επεξεργασία
ακοπάνιστος, -η, -ο
- που δεν το έχουν κοπανίσει, ώστε να κατακερματιστεί ή να τριφτεί
- (σπάνιο) που δεν τον βάρεσαν με τον κόπανο
Μεταφράσεις επεξεργασία
που δεν το έχουν κοπανίσει
|
που δε τον βάρεσαν με το κόπανο
|