↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κονιορτοποιημένος η κονιορτοποιημένη το κονιορτοποιημένο
      γενική του κονιορτοποιημένου της κονιορτοποιημένης του κονιορτοποιημένου
    αιτιατική τον κονιορτοποιημένο την κονιορτοποιημένη το κονιορτοποιημένο
     κλητική κονιορτοποιημένε κονιορτοποιημένη κονιορτοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κονιορτοποιημένοι οι κονιορτοποιημένες τα κονιορτοποιημένα
      γενική των κονιορτοποιημένων των κονιορτοποιημένων των κονιορτοποιημένων
    αιτιατική τους κονιορτοποιημένους τις κονιορτοποιημένες τα κονιορτοποιημένα
     κλητική κονιορτοποιημένοι κονιορτοποιημένες κονιορτοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κονιορτοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κονιορτοποιώ

κονιορτοποιημένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία