Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κονιορτοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κονιορτοποιημέν
ος
η
κονιορτοποιημέν
η
το
κονιορτοποιημέν
ο
γενική
του
κονιορτοποιημέν
ου
της
κονιορτοποιημέν
ης
του
κονιορτοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
κονιορτοποιημέν
ο
την
κονιορτοποιημέν
η
το
κονιορτοποιημέν
ο
κλητική
κονιορτοποιημέν
ε
κονιορτοποιημέν
η
κονιορτοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κονιορτοποιημέν
οι
οι
κονιορτοποιημέν
ες
τα
κονιορτοποιημέν
α
γενική
των
κονιορτοποιημέν
ων
των
κονιορτοποιημέν
ων
των
κονιορτοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
κονιορτοποιημέν
ους
τις
κονιορτοποιημέν
ες
τα
κονιορτοποιημέν
α
κλητική
κονιορτοποιημέν
οι
κονιορτοποιημέν
ες
κονιορτοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κονιορτοποιημένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
κονιορτοποιώ
Μετοχή
επεξεργασία
κονιορτοποιημένος
που έχει μετατραπεί σε
κονιορτό
, σε
σκόνη
Άλλες μορφές
επεξεργασία
κονιοποιημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κονιορτοποιημένος
γαλλικά
:
pulvérisé
(fr)