Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αερικός η αερική το αερικό
      γενική του αερικού της αερικής του αερικού
    αιτιατική τον αερικό την αερική το αερικό
     κλητική αερικέ αερική αερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αερικοί οι αερικές τα αερικά
      γενική των αερικών των αερικών των αερικών
    αιτιατική τους αερικούς τις αερικές τα αερικά
     κλητική αερικοί αερικές αερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. αερικός < αέρας + -ικός
  2. αερικός < αέριο + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αερικός, -ή, -ό (& αγερικός)

  1. (λαϊκότροπο) που έχει σχέση με τον αέρα, που αναφέρεται στον αέρα
  2. που αερίζεται καλά
     συνώνυμα: ευάερος
  3. λεπτεπίλεπτος
     συνώνυμα: αερινός, αέρινος, αερώδης
  4. που έχει σχέση με τα αέρια, που αναφέρεται στα αέρια

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία