↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Παννονία οι Παννονίες
      γενική της Παννονίας των Παννονιών
    αιτιατική την Παννονία τις Παννονίες
     κλητική Παννονία Παννονίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Παννονία < ελληνιστική κοινή Παννονία < λατινική Pannonia < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pen- (υγρός, λάσπη, βάλτος, νερό)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Παννονία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Παννονί
      γενική τῆς Παννονίᾱς
      δοτική τῇ Παννονί
    αιτιατική τὴν Παννονίᾱν
     κλητική ! Παννονί
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Παννονία < λατινική Pannonia < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pen- (υγρός, λάσπη, βάλτος, νερό) (συγγενές με (σανσκριτικά) पानीय (pānīya: νερό), (αγγλικά) fen κ.ά.)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Παννονία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία