Παλαιολόγος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Παλαιολόγος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Παλαιολόγος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.le.oˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐λαι‐ο‐λό‐γος
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Παλαιολόγος αρσενικό (θηλυκό Παλαιολόγου)
ΜεταγραφέςΕπεξεργασία
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Παλαιολόγος < → λείπει η ετυμολογία
- Μορφολογικά αναλύεται σε παλαιο- + λόγος
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Παλαιολόγος αρσενικό (θηλυκό Παλαιολογίνα)
Κλιτικοί τύποιΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Palaiologos στην αγγλική Βικιπαίδεια
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «παλαιολόγος» - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)